- τριβακόν
- τριβακόςrubbedmasc acc sgτριβακόςrubbedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσοτριβακόν — μεσοτριβακόν, τὸ (Α) ενδυμασία που έχει τριφτεί κατά το ήμισυ, μισοτριμμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τριβακόν, ουδ. τού επιθ. τριβακός«τριμμένος, παλιός» (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
τριβακός — ή, όν, ΜΑ μσν. πανούργος, δόλιος αρχ. 1. αυτός που έχει φθαρεί τριμμένος, παλιός («τριβακὸν ἱμάτιον», Αριστοφ.) 2. (για πρόσ.) έμπειρος, πεπειραμένος 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριβάδα («τριβακὴ ἀσέλγεια», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek